ισραηλιτικός

ισραηλιτικός
-ή, -ό [Ισραηλίτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισραήλ
2. αυτός που κατάγεται από τον Ισραήλ, ο εβραϊκός, ο ιουδαϊκός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ισραηλιτικός — ισραηλιτικός, ή, ό και ισραηλίτικος, η, ο που ανήκει ή αναφέρεται στους Ισραηλίτες: Ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιουδαϊκός — ή, ό (ΑΜ ἰουδαϊκός, ή, όν) [Ιουδαίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός («ιουδαϊκή θρησκεία») νεοελλ. φρ. α) «ιουδαϊκός σταυρός» το εξάγραμμα* β) «ιουδαϊκή ημέρα» ο χρόνος από τη μία δύση τού Ηλίου ώς την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • ιουδαϊκός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός: Ιουδαϊκή θρησκεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”